Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

#4. Δίχως Ίχνος Μεταμέλειας

#4. Δίχως Ίχνος Μεταμέλειας

"Το μόνο έπος που με συγκινεί είναι αυτό της συμμορίας Μπονό"

 Louis Scutenaire 


Δεν υπάρχουν γεγονότα.
Υπάρχουν μόνο ερμηνείες.
Και το σημαντικότερο φίλτρο στην αναζήτηση τους είναι ο φόβος.
Ο ζωώδης και ο ψυχολογικός.







Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που αντί να δημιουργεί, ενστικτωδώς ή και σκοπίμως, οδούς  διαφυγής από τους φόβους του, συμπορεύτηκε μαζί τους.

Κατανοώντας, από νωρίς, πως πίσω από κάθε τερατόμορφη σκέψη κρύβεται μια ξεκάθαρη επιθυμία, έμαθε γρήγορα να διαπερνά το προκάλυμμα του τρόμου και να αντικρύζει με προσβλητική καθαρότητα οποιαδήποτε ασχήμια.

Σαν ο πορνόγερος 100 χρόνια μετά να περιέγραφε την ύπαρξη του σε κάθε του στίχο :
«Γρατζούνισε τα γόνατα του μα και τα σχέδια του,
  Ρίσκαρε.
  Απέτυχε για να πετύχει,
  Πληγώθηκε μα και πλήγωσε,
  Γνώρισε τους λάθους ανθρώπους μέχρι να βρει τους σωστούς,
  Είδε τον κόσμο του να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα του,
  Έχασε και την πίτα και τον σκύλο.»

Βούτηξε στην άβυσσο για να κολυμπήσει με τις αδυναμίες του. Ταυτίστηκε μαζί τους.
Γιατί κανείς δεν έχει υπάρξει ποτέ ειλικρινής με την ύπαρξη του, παρά μόνο σε στιγμές υπέρτατης ανημποριάς.

Άφησε, αυτό που είχε ξεκινήσει να τον τρώει….να συνεχίσει.
Γιατί διαπίστωσε πως ποτέ του δεν θα χορτάσει.

Μα θα ξέρναγε κάπου κάπου μικρές ή και μεγάλες ξέρες.
Για να συνεχιστεί το ταξίδι. Για να μην μείνει στάσιμος.
Γιατί ότι δεν κινείται, δεν υπάρχει.
Και γιατί ο προορισμός αποκτά σημασία μόνο όταν δεν υπάρχει μονοπάτι.


Αυτή είναι η ιστορία του Ζιλ Μπονό.

Η Σπορά

Μονπελιαρντ 1891
«Ο Ζιλ σήκωσε το καλάθι του και με κατεβασμένο το κεφάλι κατευθύνθηκε προς το σωρό του μεταλλεύματος. Δώδεκα ώρες κάθε μέρα βύθιζε αυτό το καλάθι στον σωρό που χαμήλωνε μέχρι την δύση του ήλιου, μόνο και μόνο, για να σηκωθεί και πάλι μέχρι το ταβάνι την αυγή της επόμενης μέρας. Ήταν μάταιο να ελπίζει για ένα τέλος σε όλο αυτό. Για αμέτρητες γενιές Μπονό η ελπίδα ήταν μια ανούσια λέξη. Η φτώχια σκέφτηκε ο Ζιλ είναι μια κόκκινη στάμπα που κουβαλάς σε όλη σου την ζωή. Στα 15 του δεν θα ήταν καθόλου βέβαιος για το πώς θα μπορούσε να την αφαιρέσει. Αργότερα θα έπρεπε να πάρει την απόφαση ότι αυτή η στάμπα θα μπορούσε να χαθεί μόνο αν την έκαιγε με μια άλλη πυρωμένη στάμπα.

Λίγα λεπτά νωρίτερα έχει δεχτεί την ύπουλη επίθεση ενός επιστάτη.
-Μην χαζολογάς σε κουβεντούλες!  ,η δικαιολογία για το πισώπλατο χτύπημα στο κεφάλι του. Η σιδερόβεργα που πύρωνε στην γροθιά του με προορισμό την μούρη του μαντρόσκυλου, φρακάρει στα χέρια ενός άλλου εργάτη.
-Όχι τώρα ηλίθιε. Ηρέμησε. Όχι τώρα!

Μερικές ώρες αργότερα στην ουρά του γκισέ για την αμοιβή, το μαντρόσκυλο που βρίσκεται από μέσα, του φωνάζει:
-Τσάμπα περίμενες Μπονό δεν υπάρχει τίποτα για σένα. Φύγε σου λέω!
-Μα.. Πώς;.. Δεν έχασα ούτε μέρα…
-Η διοίκηση θέλει να σε δει!

Με μπουνιές και κλωτσιές άλλα μαντρόσκυλα τον ανεβάζουν από τις σκάλες στο γραφείο του διευθυντή. Δύο χωροφύλακες πλαισιώνουν τον καθισμένο πίσω από ένα γραφείο διευθυντή, ο οποίος ανεμίζει ένα χαρτί. Διαβάζει αδιάφορα: Ζιλ Μπονό…απειθαρχία, ασέβεια προς τους ανωτέρους του, απόπειρα πρόκλησης εξέγερσης των μαθητευόμενων του τμήματος…

-Ως τώρα στα συγχωρούσαμε όλα αυτά Μπονό. Όμως η έλλειψη ευγνωμοσύνης προς τα χέρια που σε ταΐζουν ξεπέρασε κάθε όριο. Και τώρα μόλις ανακαλύψαμε ότι είσαι και κλέφτης!

Ο Ζιλ ματαίως αναζητεί λέξεις για τον εφιάλτη που ζει. Καταφέρνει μόνο να κουνάει το κεφάλι του σε διαφωνία, δίχως να βγάζει ήχο. Ο διευθυντής συνεχίζει να μιλά προς το παράθυρο, πλέον, με δυνατή φωνή ώστε να τον ακούν οι μαζεμένοι εργάτες από κάτω.

-Και είναι οι ίδιοι οι συνάδελφοι σου αυτοί από τους οποίους έκλεβες. Επειδή το να κλέβεις την εταιρεία σημαίνει το να βάζεις σε κίνδυνο την δουλειά όλων των εργαζομένων…

Δεν του απαγγέλλονται κατηγορίες. Ξύλο στην χωροφυλακή, φιλική κουβεντούλα και δρόμο.»

Θα βρει δουλειά σε άλλο εργοστάσιο. Ένα εργατικό «ατύχημα»  και η «απερισκεψία» του να μιλήσει για εξοντωτικά ωράρια, φθαρμένο εξοπλισμό, μη τήρηση διαλειμμάτων, για τιποτένιους λακέδες και μαντρόσκυλα, κι αυτό, σε ένα μικρό κύκλο εργατών μακριά από τα γραφεία (ποτέ δεν είναι αρκετά μακριά τα γραφεία και ποτέ δεν είναι όλοι μόνο εργάτες…) ήταν αρκετά για να μην κάνει καριέρα. Γίνεται μια μικροκλοπή και είναι ο ιδανικός ένοχος.

Γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης. Ανυπάκουος φορέας ασέβειας. Και για τα αναίσχυντα αφεντικά αλλά και για τους εξαχρειωμένους εργάτες… Τον διώχνει ο πατέρας του.

Ξοδεύει ότι χρόνο του απομένει διαβάζοντας βιβλία και ανατρεπτικές φυλλάδες.

Αλλάζει πόλεις και  ξαναβρίσκει δουλειά μόνο για να την ξαναχάσει… Κάθε διευθυντής έχει ένα φάκελο με το όνομα του.. «Αγκιτάτορας, διανομέας αναρχικών εντύπων..κ.α.» Συμμετέχει ενεργά στις εργατικές λέσχες και σε όλες τις –πάντοτε αιματοβαμμένες- απεργιακές κινητοποιήσεις. Η κατάληξη σχεδόν πάντοτε η ίδια. Απόλυση, χωροφυλακή, «επιστημονικό» ξύλο, δρόμος. Θα κάνει και 3 μήνες φυλακή.


Είναι ένα ακόμα θύμα για τα ανθρωποφάγα αφεντικά και τους κανίβαλους διευθυντάδες, σε μια κοινωνία με θεσμοθετημένο το δικαίωμα στην ζωή μόνο για τα αφεντικά, τους διευθυντές και τα θύματα…

Τρέφεται ,όμως, αντίστροφα από όλες αυτές τις καταστάσεις. Δεν τον επηρεάζουν, δεν τον ακινητοποιούν, δεν τον αφοπλίζουν. Αντίθετα του δίνουν ώθηση.

Θα γνωρίσει τον λιμό για να διαπιστώσει «πως το δικαίωμα στην πείνα είναι συνάρτηση με το αν είναι ορατό». Θα σωθεί από μια πόρνη που τον περιέθαλψε μέχρι να ξανασηκωθεί στα πόδια του. Θα της μιλήσει για την ισχύ των καταπιεσμένων, για κοινωνική: επανάσταση, εκδίκηση και δικαιοσύνη για να πάρει την απάντηση:
 «…τους ξέρω τους καταπιεσμένους. Είναι ακριβώς ίδιοι με τους καταπιεστές όταν πρόκειται να σου σηκώσουν την φούστα και να σε πηδήξουν κόντρα στον τοίχο, που του υπενθύμισε όλες εκείνες τις φορές που ο ίδιος είχε χτυπηθεί από φτωχά αμειβόμενους δεσμοφύλακες ή υποβιβαστεί και προσβληθεί από μικρό-αφεντικά που κέρδιζαν ελάχιστα περισσότερα χρήματα από αυτούς που εκμεταλλεύονταν.

Τα 21 του χρόνια θα τον ξεβράσουν στο στρατό. Θα βγει με άριστα και με «βαθμό». Αυτή η έρημος δεν του έλεγε τίποτα μπροστά στους βόθρους που είχε κολυμπήσει. Αντιθέτως του έκρυβε και οάσεις. Ανακάλυψε το πάθος αλλά και το ταλέντο του στην μηχανική. Και ειδικότερα στις μηχανές των αυτοκινήτων αλλά και των όπλων. Θα του ήταν χρήσιμα και τα δύο.

Ακόμα μία όαση λεγόταν Σοφί.. Ο πρώτος μεγάλος του έρωτας, η σύντροφός του για τα επόμενα 5 χρόνια και η αφορμή κάποιες στιγμές να σκεφτεί πως ίσως θα μπορούσε να έχει μια ήρεμη ζωή. Απολυτήριο στρατού, καλός μισθός λόγω εξειδίκευσης στην μηχανική, ένα ζεστό σπιτικό, και με κάποια προσπάθεια, ίσως η σταθερότητα σε κάποιο χώρο εργασίας. Από όλα αυτά μόνο ο καλός μισθός μπορούσε να επιτευχθεί..
Άλλαξαν 4 πόλεις και 2 χώρες σε αυτά τα 5 χρόνια... Ο Ζιλ όπου πήγαιναν, έβρισκε αμέσως καλοπληρωμένη δουλειά ως μηχανικός αυτοκινήτων και ταυτόχρονα οργανωνόταν σε εργατικές λέσχες και στους κύκλους των αναρχικών. Αρχίζει να εγκαταλείπει τις αντιλήψεις για λαϊκή εξέγερση «και αναπτύσσει μέσα του την τάση ότι το άτομο είχε το δικαίωμα να εξεγερθεί χωρίς να αναμένει την αφύπνιση όλου του προλεταριάτου
Η Σοφί τον ακολουθεί παντού. Πιστεύει πως μια τελευταία ελπίδα για λίγη ηρεμία, είναι το παιδί που ήρθε… Ο Ζιλ πετάει από την χαρά του αλλά δίνει και υποσχέσεις που δεν μπορεί να κρατήσει. Ασχολείται ακόμα περισσότερο με την μηχανική «καταβροχθίζοντας» περίπλοκα βιβλία για να σβήσει την δίψα. Προσπαθεί. «Αλλά όσο λιγότερα μυστικά κρατούσαν για τον Ζιλ τα αυτοκίνητα τόσο ζωντάνευε η ανάγκη του για την πολιτική».
Βρίσκονται στην Γενεύη. Ακόμα μία καλή δουλειά. Η μαύρη λίστα που τον ακολουθά παντού, αποδεικνύεται δυσκίνητος ταξιδιώτης. Ετοιμάζεται κάποια απεργιακή κίνηση. -Ο ίδιος στα 27 του χρόνια, είναι κάτι σαν θρύλος για τους εξαθλιωμένους εργάτες, που θρέφουν το κουράγιο τους μόνο και μόνο από την παρουσία του.-  Μια μέρα πριν, στην εργατική λέσχη, ο Ζιλ ακούγοντας τον εαυτό του να ψελλίζει σε συντρόφους του «μα τώρα έχω ακόμα ένα στόμα να ταΐσω….και με το ποινικό μου μητρώο…» έπαιρνε μία ακόμα απόφαση συμπόρευσης με τους καινούργιους του φόβους. Ακολουθεί η βίαιη καταστολή της απεργίας, η απόλυση του και απέλαση.

Θα χάσει ότι αγαπούσε περισσότερο. Η Σοφί δεν αντέχει άλλο το κυνηγητό, τον εγκαταλείπει.
«Η αγάπη έχει όρια. Το μίσος όχι. Το μίσος είναι απέραντο...» σκέφτεται ο Ζιλ, και από εκείνη την στιγμή γίνεται συνοδοιπόρος του.

Μια εταιρεία θα προσθέσει ακόμα ένα ισχυρό όπλο στην φαρέτρα του Ζιλ Μπονο. Του δίνει προαγωγή: Δίπλωμα οδήγησης. Από τα ελάχιστα που κυκλοφορούν, όπως και τα αυτοκίνητα τότε, άλλωστε. (Λίγους μήνες αργότερα θα τον απολύσει. Είχε φτάσει η λίστα.) Ενδιάμεσα, έχει αποκομίσει ένα πιστόλι ως λεία από την πρώτη ένοπλη ληστεία του με μαχαίρι και έχει ανακαλύψει ακόμα ένα ταλέντο του, αυτό της διάρρηξης χρηματοκιβωτίων. Δεν το έκανε για τα χρήματα. «Υπήρχε η ικανοποίηση του να ληστεύει αυτούς που χόντραιναν ή οργίαζαν εκμεταλλευόμενοι τους συνανθρώπους τους

Γοητεύεται, πλέον, από τις ιδέες του Μαξ Στίρνερ. Του ταιριάζει ο ατομικιστικός αναρχισμός.
«Εξέγερση, όχι επανάσταση, εξέγερση…» σκέφτεται. Εξάλλου, ο Νίτσε είχε χαρακτηρίσει τον Στίρνερ ως «…το πιο γόνιμο μυαλό της εποχής του

Έπειτα, ένα σύντομο πέρασμα από την Αγγλία όπου εργάζεται ως σοφέρ για τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Από εκεί, όταν θα επιστρέψει στην Γαλλία έχει αποφασίσει να έρθει σε ολοκληρωτική ρήξη με τα πάντα.

Το θέρος.

Βρισκόμαστε στην εποχή που μόνο ειρωνικά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Belle Époque. Το «αποικιοκρατικό ξεφάντωμα» καλά κρατεί. Οι κοινωνικές διακρίσεις είναι πιο έντονες από ποτέ και οι κάθε είδους ανισότητες θεριεύουν. Το «κεφάλαιο» τραπεζώνει τις νέες τεχνολογίες, στην μεγάλη γιορτή των αφεντικών και όλοι μαζί γεύονται τα εκατομμύρια των ανέργων και των εξαθλιωμένων εργατών. Η γκιλοτίνα ανεβοκατεβαίνει αδιάκοπα προς τέρψη του θεσμοθετημένου κανιβαλισμού και όλες οι προσπάθειες των θηραμάτων για αντίσταση καταλήγουν σε πρωτοφανείς σφαγές.
Στο Παρίσι οι πολιτικές ζυμώσεις στους ριζοσπαστικούς χώρους και ειδικά σε αυτούς των αναρχικών είναι έντονες. Και οι διαμάχες, επίσης.
Εμφανίζεται ισχυρό το ρεύμα των ιλεγκαλιστών.
Για κάποιους αυτή η πόλη, είναι η πόλη που έθαψε την Κομμούνα του 1871…

Ο Ζιλ Μπονό θα συνεργαστεί μαζί τους.
Στα 32 του χρόνια, από διαρκώς αμυνόμενο θήραμα, θα γίνει κυνηγός.
Ανασύρει από την φαρέτρα του όλα τα κτερίσματα που αποκόμισε από την σύληση των φόβων του τόσα χρόνια, και τους προσδίδει μορφή και χρηστικότητα για το επόμενο άλμα. Όλες οι ξέρες, που φαινόταν να είχε ναυαγήσει μέχρι τώρα στο ταξίδι του, φαντάζουν πίσω του πλέον ένα πανέμορφο μωσαϊκό που τροφοδοτεί με ανέλπιστη σιγουριά τα βήματά του.
Η αγάπη, ο έρωτας, η αλληλεγγύη, η ελευθερία, η αμφισβήτηση, η περιφρόνηση, η προδοσία, η απώλεια, η αποτυχία, η μηχανική, τα όπλα, ο στρατός, το διαρρηκτικό ταλέντο, το δίπλωμα οδήγησης, οι ληστείες, αναμιγνύονται σε ένα πρωτόγνωρο χαρμάνι, στην διάθεση του απύθμενου μίσους που έχει ριζώσει βαθιά μες το μυαλό του.
«Ένα μίσος που ξεδιάλυνε τη σκέψη του, ακόνιζε τις εικόνες, και κέντραρε τις στοχεύσεις του.»
Ο ενθουσιώδης και ανιδιοτελής αυθορμητισμός των ιλεγκαλιστών, καθώς και η συνειδητή άγνοια κινδύνου που επιδείκνυαν, μέσω ενός σχεδόν αυτοκτονικού πάθους για πραγματική ελευθερία και κοινωνικό μετασχηματισμό, θα συμπληρώσουν την εικόνα του φαινομένου που γνώρισε η Γαλλία την διετία 1911-1912 και ονόμασε «Συμμορία Μπονό»

«Θα χτυπούσαν θεαματικά για να αναδείξουν την τρωτότητα του καθεστώτος, επιλέγοντας ως στόχο τους, τον πυρήνα του συστήματος: το χρήμα. Δεν θα κρύβονταν στις σκιές. Θα χτυπούσαν μέρα μεσημέρι, στη μέση των δρόμων, εξαπολύοντας καταδρομικές επιχειρήσεις, πετυχαίνοντας τη μέγιστη δυνατή παρουσίαση από τον τύπο, ώστε να διασπείρουν πανικό στα νευραλγικά κέντρα της κοινωνίας. Θα ενέσπειραν πόθο για εκδίκηση σε εκείνους που δεν τολμούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους, αποδεικνύοντας ότι υπήρχαν άπειρες ρωγμές στην πανοπλία του κτήνους
Και πάντοτε επιστρέφοντας τη μεγαλύτερη δυνατή βία και προσβολή στους καταπιεστές.
Χωρίς περιττούς θανάτους, παρά μόνο αν κάποιος στεκόταν εμπόδιο.
Χωρίς να εκμεταλλεύονται την λεία τους για πλουτισμό παρά μόνο για συντήρηση: των εμφανών μηχανισμών του κινήματος, των εκατοντάδων φυλακισμένων ή ανήμπορων συντρόφων τους και της δράσης τους.

Κλέβουν δεκάδες, από τα λιγοστά, αυτοκίνητα, που κατέχουν οι πλούσιοι και κυνηγούν τα πλούτη τους με σημαντικότερο όπλο… τις πολυτέλειες τους. Είναι η πρώτη ομάδα που πραγματοποιεί ένοπλες ληστείες με οχήματα! Θα χτυπήσουν χρηματαποστολές και τράπεζες ξεφεύγοντας… οδηγώντας, την στιγμή που οι μπάτσοι τους καταδιώκουν πεζοί…
Ο Ζιλ και οι σύντροφοί του θα καταφέρουν να γίνουν ο σημαντικότερος κίνδυνος, σε μια Γαλλία που μαστίζεται από την αυταρχικότητα «ενώ ετοιμάζεται για τον Μεγάλο Πόλεμο».
Η εσωτερική ασφάλεια απασχολείται αποκλειστικά μαζί τους.
Επικηρύσσονται για 100πλάσιο ποσό από αυτό που έχουν ήδη απαλλοτριώσει.
Στρατιές καταδοτών και ορδές ρουφιάνων εμφανίζονται για να συνδράμουν τους κανίβαλους και τους λακέδες τους στο μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που έχει γνωρίσει η χώρα.
Οι μπάτσοι, με τις ίδιες και απαράλλακτες έως και σήμερα τακτικές τους, εξαπολύουν πογκρόμ εναντίον των συντρόφων και των ομοϊδεατών τους με τον γνωστό θεσμικό τους παραλογισμό : όποιος δεν είναι ρουφιάνος μας, είναι υποστηρικτής τους.
Ο «τύπος» παίζει το δικό του παιχνίδι και συνδιαμορφώνει με τους καταπιεστές το «κοινό(τους) περί δικαίου αίσθημα»: συντριβή των τρομερών ληστών! (Χαρακτηριστικό της τρόμο-υστερίας που επιβάλλεται είναι πως «μετά από κάποιο θεαματικό χτύπημα τους, η συμμορία Μπονό παρέμενε για 3 εβδομάδες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Χρειάστηκε να βυθιστεί ο τιτανικός για να αντικατασταθεί…»)
Η εικόνα της συμμορίας προς τα έξω διαρκώς στρεβλώνεται.

Προάστια Παρισιού
Κυριακή 28 Απριλίου 1912

Ο Ζιλ Μπονό εντοπίζεται στο γκαράζ ενός συντρόφου του. Κοιμάται στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Γύρω στις 7 το πρωί ξυπνά από τον θόρυβο των πυροβολισμών κάτω.
Βγαίνει στο μπαλκόνι και καταφέρνει να αποκρούσει μια ομάδα ντετέκτιβ που κινούνται καταπάνω του. Σκοτώνει 2 από αυτούς.
Οχυρώνεται στο δωμάτιο.
 Έχει μαζί του 3 Μπράουνινγκ, ένα μικρό Μπαγιάρ και περίπου 400 σφαίρες.
 Έχει απέναντί του κάμποσους ασφαλίτες και χωροφύλακες, 2 λόχους «Φρουρών της Δημοκρατίας»(εθνοφρουρά), ένα λόχο «Φρουρών της Ειρήνης», μία μοίρα της Αστυνομίας Πόλεων, ένα τμήμα πυροσβεστών οπλισμένων με τσεκούρια, σαλπιγκτές να σφυρίζουν εμβατήρια, οπλισμένους πατριώτες και μια…θάλασσα ξιπασμένου ανθρωπόμορφου κοινού.(«θεατές έφταναν διαρκώς, κατά κοπάδια, θέλοντας να δούνε τις έσχατες ώρες του πιο τρομερού ληστή. Κάποιοι κρατούσαν καλάθια του πικνίκ…και για κείνους που δεν θα μπορούσαν να παρευρεθούν όλα καταγράφηκαν στο σελιλόιντ.)
Ένας ολόκληρος κρατικός θίασος με πλήρη κοινωνική υποστήριξη και όλοι μαζί εθισμένοι στον κανιβαλισμό.
Είναι περικυκλωμένος από χιλιάδες κόσμου.
Έχει γίνει, ο ίδιος, φόβος στα μάτια όλων αυτών.
Το δωμάτιο διάτρητο από χιλιάδες σφαίρες και ακόμα στέκεται ζωντανός.
Μετά από 5 ώρες μάχης και 2 αποτυχημένες προσπάθειες ανατίναξης του κτιρίου με κάρο-καμικάζι, στέκεται ακόμα ζωντανός.
Θα χρειαστεί και τρίτη προσπάθεια. Αυτή θα ξεριζώσει το κτίριο.
Θα πεθάνει, τελικά, από σφαίρα μπάτσου εξ ’επαφής. Ήταν 34 ετών.
Το πλήθος εκστασιάζεται. Το πρόβλημα λύθηκε. Όλοι μπορούν να επιστρέψουν «χορτασμένοι» στις λιμασμένες μορφές τους και τις λεηλατημένες ζωές τους.
Το χρήμα και η αξιοπρέπεια των αφεντικών διασώθηκαν, ακόμα μια φορά, και φτάνουν ως τις μέρες μας.

Ο Ζιλ Μπονό κουβαλούσε πάντοτε μαζί του  ένα σημειωματάριο, όπου αποτύπωνε τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις εμπειρίες του. Ακόμα και τις ώρες της πολιορκίας, έγραφε σε αυτό. Λίγο αργότερα θα γίνει γνωστό  πως ξεκινούσε με την φράση :

«Πρέπει να ζήσω την ζωή μου...»
 και κατέληγε στο αιματοβαμμένο :





·         Στο κείμενο χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από 2 βιβλία που περιγράφουν την δράση της συμμορίας Μπονό. Το πρώτο είναι το «Δίχως ίχνος μεταμέλειας» μυθιστορία του Pino Cacucci(εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου). Το δεύτερο Τhe Bonnot Gang, του Richard Parry,(Rebel Press).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου